- παραλλάξεων
- παραλλάξεω̆ν , παράλλαξιςalternationfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στερεοσυγκριτής — ο, Ν (φωτογραμμ.) στερεοσκοπικό όργανο για τη μέτρηση παραλλάξεων … Dictionary of Greek
στερεόμετρο — το, Ν (φωτογραμμ.) συσκευή μέτρησης που περιλαμβάνει μικρομετρικό όργανο με τη βοήθεια τού οποίου η απόσταση μεταξύ δύο μετροδεικτών μπορεί να μεταβληθεί και έτσι να μετρηθούν οι διαφορές παραλλάξεων σε αντίστοιχα εικονοσημεία ζεύγους… … Dictionary of Greek
Λακάγ, Νικολά Λουί ντε- — (Nicolas Luis de Lacaille, Ριμινί 1713 – Παρίσι 1762). Γάλλος αστρονόμος. Ανατράφηκε σε μια εύπορη οικογένεια με προοδευτικές αντιλήψεις, ενώ διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον κορυφαίο την εποχή εκείνη αστρολόγο Ζακ Κασίνι, που εργαζόταν στο… … Dictionary of Greek
Φάι, Ερβέρτος Αύγουστος Στέφανος — (Faye, 1814 – 1902). Γάλλος αστρονόμος. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και κατόπιν προσελήφθη στο αστεροσκοπείο της ίδιας πόλης. Το 1843 ανακάλυψε τον φερώνυμο περιοδικό κομήτη. Τιμήθηκε για την ανακάλυψή του αυτή με το βραβείο… … Dictionary of Greek